- δεϋδροχολικό οξύ
- Τριχολανικό οξύ που προέρχεται από την οξείδωση του χολικού οξέος με την επίδραση των βακτηρίων του εντέρου. Ανήκει στα χολικά οξέα που δεν υδρολύονται και αποτελεί συστατικό της χολής. Με τη δράση του αυξάνεται η ροή του αίματος στην ηπατική αρτηρία, ενώ αποτελεί και βοηθητικό της πέψης.
Dictionary of Greek. 2013.