δεϋδροχολικό οξύ

δεϋδροχολικό οξύ
Τριχολανικό οξύ που προέρχεται από την οξείδωση του χολικού οξέος με την επίδραση των βακτηρίων του εντέρου. Ανήκει στα χολικά οξέα που δεν υδρολύονται και αποτελεί συστατικό της χολής. Με τη δράση του αυξάνεται η ροή του αίματος στην ηπατική αρτηρία, ενώ αποτελεί και βοηθητικό της πέψης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”